Πέμπτη , 28 Μάρτιος 2024

Εδώ κάποτε τυπωνόταν το θρυλικό «Ρομάντσο»

Γράφει

η Μαργαρίτα Τζαγκαράκη
Φωτογραφίες

ο Γιάννης Κέμμος

Αναξαγόρα, αριθμός 5. Ανάμεσα στη Σωκράτους και τη Μενάνδρου, στο ιστορικό εμπορικό κέντρο της Αθήνας, σε ένα κτίριο βιομηχανικού στιλ γράφτηκε μια από τις σημαντικότερες σελίδες στην ιστορία του ελληνικού περιοδικού Τύπου. «Ρομάντσο, Πάνθεον, Βεντέτα γράφει η επιγραφή απ’ έξω».

Το κτίριο στέγαζε το περιοδικό «Ρομάντσο» για περισσότερα από 60 χρόνια, μαζί με αρκετές δημοφιλείς λαϊκές εκδόσεις των δεκαετιών του ’50 μέχρι και του ’80, όπως το «Πάνθεον» και την «Βεντέτα».

Το «Ρομάντσο» ταυτίστηκε με την έννοια της λέξης «περιοδικό». Έλεγες «Δώστε μου ένα Ρομάντσο» και σήμαινε «δώστε μου ένα περιοδικό». Ήταν ένα λαϊκό περιοδικό ποικίλης ύλης που είχε ταυτιστεί με τον τρόπο ζωής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

Ξεκίνησε να εκδίδεται στις 17 Νοεμβρίου 1934 περισσότερο ως βιβλιοπεριοδικό με αυτοτελή μυθιστορήματα σε κάθε τεύχος. Στα χρόνια της κατοχής θα γίνει περιοδικό ποικίλης ύλης και έτσι θα διατηρηθεί μέχρι το τελευταίο τεύχος του. Φυσικά από τις σελίδες του δεν θα λείπουν οι ιστορίες αγάπης, τα ρομάντσα. Πώς θα μπορούσαν άλλωστε;

Η κυκλοφοριακή έκρηξη του περιοδικού γίνεται το 1956, όταν η τιμή του μειώθηκε στο μισό (από 6 δραχμές, κατέβηκε 3 τρεις), ξεπερνώντας τα 300.000 τεύχη την εβδομάδα, κυκλοφορίες που δεν ξεπεράστηκαν ποτέ. Το «Ρομάντσο» έφτανε στους Έλληνες που ζούσαν σε κάθε άκρη της γης.

Στα εξώφυλλά του θα φιλοξενηθούν όλοι τα αστέρια του ελληνικού κινηματογράφου με πρώτη και καλύτερη την εθνική σταρ Αλίκη Βουγιουκλάκη.

Με εκείνη στο εξώφυλλό του η αύξηση της κυκλοφορίας του περιοδικού ήταν κάτι περισσότερο από δεδομένη, κάτι που θα έλεγε πολλές φορές ο ιστορικός εκδότης του περιοδικού Νίκος Θεοφανίδης.

Η εκδοτική φιλοσοφία του περιοδικού και οι καλύτερες πένες της δημοσιογραφίας

Ψυχή και εκδότης του θρυλικού περιοδικού ήταν ο Νίκος Θεοφανίδης. Είχε γεννηθεί το 1901 στην Κάτω Παναγιά του Τσεσμέ και από μικρός δούλεψε σε τυπογραφεία. Μεγαλωμένος ανάμεσα στις μυρωδιές του δημοσιογραφικού χαρτιού και του μελανιού με την κάθοδο του στην Αθήνα καταπιάστηκε με την έκδοση του «Ρομάντσου» αρχικά σε συνεργασία με τον Σπ. Λαμπαδαρίτη, το 1934. Αρχικά ήταν ένα περιοδικό μικρού σχήματος με αναγνώσματα, από το 1942 μεγάλου σχήματος και ποικίλης ύλης, αλλά πάντα με βασικό κορμό τα αναγνώσματα.

Ο όρος «ρομάντσο» παραπέμπει στο μυθιστόρημα και ιδιαίτερα στο αισθηματικό μυθιστόρημα, ένα είδος που θα έλεγε κανείς ότι έχει συγκεκριμένο αναγνωστικό κοινό, τις γυναίκες. Κι όμως το «Ρομάντσο» δεν  ήταν και δεν προσδιορίστηκε όμως ποτέ ως γυναικείο περιοδικό. Ήταν «εβδομαδιαίο περιοδικό ποικίλης ύλης», όπως δήλωνε και κάτω από τον τίτλο του.

Δίπλα στις αισθηματικές ιστορίες δημοσίευε και μεγάλο μέρος «αντρικής ύλης» δηλαδή αστυνομικά αναγνώσματά, πολεμικά, ιστορικά, αυτοτελή ή σε συνέχειες. Οι αισθηματικές ιστορίες εμπλουτίστηκαν σταδιακά, ιδιαίτερα στην αρχή της δεκαετίας του 1960 με φωτορομάντσα κυρίως στα πρότυπα των λαϊκών περιοδικών της Ιταλίας. Τον χαρακτήρα του ως οικογενειακού περιοδικού συμπλήρωνε η ύλη για παιδιά. Τη σχετική σελίδα και ιδιαίτερα το παραμύθι υπέγραφε ο Τίτος Αινείας, ψευδώνυμο του Σταύρου Κοκκινέα, από τους μεγαλύτερους παραμυθάδες και συλλέκτες παραδοσιακών παραμυθιών στον 20ό αιώνα. Με λίγα λόγια ήταν ένα περιοδικό για όλη την οικογένεια.

Ο πατέρας θα διάβαζε το «εξωτικό διήγημα» του Νίκου Μαράκη, τις «περιπέτειες του διάσημου κυνηγού Μ. Χιτζ» τα μεταφρασμένα από αμερικανικά περιοδικά αστυνομικά διηγήματα ή τους «Αφανείς ήρωες από την Κατοχή» και τους «Ιππότες των ορέων». Η μητέρα θα διάβαζε τα αισθηματικά διηγήματα και μυθιστορήματα, τις στήλες ομορφιάς, ενώ τα παιδιά τα παραμύθια και τις χιουμοριστικές στήλες.

Το χρονογράφημα ήταν μια ιδιαίτερη κατηγορία της ύλης του «Ρομάντσου», ένα καθαρά δημοσιογραφικό είδος που έδινε το άρωμα της ημέρας καταγράφοντας την επικαιρότητα με προσωπικό στιλ και υπηρετήθηκε από ιστορικές μορφές της ελληνικής δημοσιογραφίας. Ο κορυφαίος χρονογράφος του «Ρομάντσου» ήταν ο Παύλος Παλαιολόγος.

Βασικός πυλώνας του περιοδικού ήταν και οι γελοιογραφίες. Αρχέλαος, Χριστοδούλου, Π. Παυλίδης, Πολενάκης, Μ. Αναστόπουλος σχεδίαζαν τις γελοιογραφίες και σατίριζαν τις νέες πραγματικότητες.

Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και ιδιαίτερα τη δεκαετία του 1960 η διαφήμιση εισβάλλει στις σελίδες του «Ρομάντσου» και συστήνει στο αναγνωστικό κοινό τα νέα προϊόντα που διεκδικούν τη δική τους θέση στην καθημερινότητά μας: από οικιακές συσκευές, μέχρι απορρυπαντικά, είδη περιποίησης, τρόφιμα και ποτά.

Μετά την υποτίμηση της δραχμής από τον Μαρκεζίνη το 1953, ο εκδότης του περιοδικού Νίκος Θεοφανίδης μείωσε την τιμή του περιοδικού από τις 6 δραχμές στις 3 και το «επέβαλε» μια κι έξω επί του ανταγωνιστή του, του περιοδικού «Θησαυρός». Στη δεκαετία του 1960 το «Ρομάντσο» κυκλοφορεί σε 300.000 αντίτυπα εβδομαδιαίως.

«Δεν υπήρχε άνθρωπος που να μην το αγόραζε» είχε πει σε συνέντευξή του ο Γιάννης Καιροφύλας, ο «Αθηναιογράφος» του Ρομάντσο. «Είναι μύθος ότι ήταν το περιοδικό για τις κομμώτριες και τις κοπτοραπτούδες, αυτά τα έλεγαν οι των εφημερίδων που ήθελαν να υποβαθμίσουν την ύλη του. Το Ρομάντσο το διάβαζαν όλοι. Από τα λαϊκά κορίτσια μέχρι εισαγγελείς και καθηγητές πανεπιστημίου. Οι τελευταίοι μπορεί να ντρέπονταν λίγο και να το έκρυβαν μέσα στην εφημερίδα ή να είχαν ως δικαιολογία ότι το αγόραζαν για την σύζυγο τους όμως σας πληροφορώ – καθώς συνομιλούσα μαζί τους – ότι ήταν φανατικοί αναγνώστες. Και ξέρετε γιατί; Γιατί εκείνη την εποχή το Ρομάντσο είχε μαζέψει τις καλύτερες πένες στην δημοσιογραφική αγορά. Δεν υπήρχε μεγάλη υπογραφή στα έντυπα που να μην πέρασε από το Ρομάντσο».

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε και το εξώφυλλο του περιοδικού, τουλάχιστον έως και την δεκαετία του ’60: Υπήρχε μόνο ο τίτλος του περιοδικού, η τιμή, ο αύξων αριθμός και το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη, Έλληνα η ξένου. Δεν υπήρχε ημερομηνία, δεν υπήρχε θεματολογία, δεν υπήρχε συνέντευξη του προσώπου που έβλεπες στο εξώφυλλο. Αυτό το τελευταίο άλλαξε την δεκαετία του ’70 όταν στο δυναμικό του Ρομάντσο προστέθηκε η σπουδαία δημοσιογράφος, σεναριογράφος, συγγραφέας, ποιήτρια και κριτικός κινηματογράφου Κική Σεγδίτσα η οποία πραγματοποιούσε τις συνεντεύξεις με το πρόσωπο του εξωφύλλου. Βλέποντας σήμερα αυτό το εξώφυλλο, δεν μπορείς να μην σταθείς στον μοντερνισμό του για την εποχή.

Την δεκαετία του ’80 ξεκινάει η πτωτική περίοδος του περιοδικού. Το Ρομάντσο αρχίζει να πηγαίνει όλο και πιο κάτω στην στοίβα των περιοδικών και να χάνεται κάτω από φρέσκα και γυαλιστερά περιοδικά. Ο έντυπος τύπος μπαίνει σε μία νέα εποχή.

Νέοι δημοσιογραφικοί όμιλοι δημιουργούνται τόσο στις εφημερίδες όσο και στα περιοδικά και το γηρασμένο και παλαιομοδίτικο «Ρομάντσο» περνά πια στην ιστορία.

Φεβρουάριο του 1987 θα φύγει από την ζωή ο Νίκος Θεοφανίδης, ο οποίος είχε αποχωρήσει ήδη από τα εκδοτικά από το 1984. Τον Αύγουστο του 1987, οι τίτλοι του Θεοφανίδη (Ρομάντσο, Πάνθεον, Βεντέτα) θα περάσουν στον Δημοσιογραφικό Οργανισμό Λαμπράκη ο οποίος με την σειρά του δεν μπόρεσε να ανατρέψει την πτωτική πορεία του περιοδικού με αποτέλεσμα να προχωρήσει στην οριστική διακοπή της κυκλοφορίας του.

Στις 10 Απριλίου του 1990 το Ρομάντσο θα κρεμόταν για τελευταία φορά στα μανταλάκια των περιπτέρων. Επάνω το «ΣΥΝ», όπως είχε μετονομαστεί στο Ρομάντσο λίγες εβδομάδες πριν, σε μία ύστατη προσπάθεια ανανέωσης από τον τελευταίο του διευθυντή, έγραφε τεύχος 2454.

Σήμερα, το μόνο που έχει μείνει πλέον να κρατάει ζωντανό το όνομά του είναι η αναβίωση ως θερμοκοιτίδα επιχειρήσεων και πολιτιστικό κέντρο των τελευταίων γραφείων και πιεστηρίων του στην οδό Αναξαγόρα 5, στην Ομόνοια.

Ο δρόμος που για πάνω από έξι δεκαετίες φιλοξενούσε το σπίτι των περιοδικανθρώπων, χρόνια μετά θα αποτελέσει μέρος του υποβαθμισμένου κέντρου της Αθήνας.

Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που τα μέλη του Πολιτιστικού Οργανισμού Bios αποφάσισαν να δημιουργήσουν στα ιστορικά γραφεία του περιοδικού «Ρομάντσο» την πρώτη ελληνική καλλιτεχνική θερμοκοιτίδα και ένα νέο Πολιτιστικό Κέντρο, που στεγάζει νέες καλλιτεχνικές επιχειρήσεις, προσελκύοντας τους νέους ανθρώπους πίσω στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας αυξάνοντας την επισκεψιμότητα της περιοχής.

Το Bios Ρομάντσο είναι μια θερμοκοιτίδα νέων ιδεών, ένα δημιουργικό εργαστήρι με τριάντα στούντιο που διατίθενται έναντι χαμηλού σχετικά αντιτίμου σε νέους δημιουργούς. Παράλληλα λειτουργεί ένα πολιτιστικό κέντρο που φιλοξενεί εκθέσεις, συναυλίες, παραστάσεις, συλλογικές δράσεις, εργαστήρια και σεμινάρια

Το ιστορικό κτήριο αποκαταστάθηκε αρχιτεκτονικά και αφαιρέθηκαν όλα τα πρόσθετα στοιχεία του έτσι ώστε να έρθει όσο πιο κοντά γινόταν στην αρχική αρχιτεκτονική του μορφή. Το μαρμάρινο κλιμακοστάσιο αποκαταστάθηκε, ο ακάλυπτος έγινε ένας αστικός κήπος, και οι φωταγωγοί –που διατρέχουν το σύνολο της κατασκευής– αποτελούν πλέον τον φωτεινό πυρήνα της εσωτερικής όψης του κτηρίου.

Τα γραφεία που στεγάζονται στο Ρομάντσο δραστηριοποιούνται στον ευρύτερο δημιουργικό χώρο συμπεριλαμβάνοντας ενδεικτικά τομείς όπως η αρχιτεκτονική, η γραφιστική, το design, η μόδα, η φωτογραφία, οι εκδόσεις, τα εικαστικά, τα νέα μέσα και οι σύγχρονες τεχνολογίες, ανάμεσα σε άλλους.

Το πολιτιστικό κέντρο λειτουργεί καθημερινά με μια πληθώρα δραστηριοτήτων από και για τους ανθρώπους της πόλης και της θερμοκοιτίδας, προσφέροντας ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων που έχει σχέση με τα ενδιαφέροντα της αστικής ζωής, τη μουσική, την περφόρμανς, τα εικαστικά, το φαγητό, τις συζητήσεις, τις εκθέσεις.


Πηγή