Πέμπτη , 28 Μάρτιος 2024

Μητέρα- Πατέρας- Παιδιά: Κομμάτια στο ίδιο παζλ

[*]

Όταν η μητέρα πλησιάζει το μωρό της, αυτό, συνήθως, κλείνει τα μάτια του, χαλαρώνει τους ώμους κι οι καρδιακοί παλμοί του μειώνονται. Όταν ο πατέρας πλησιάζει το μωρό του, αυτό συνηθίζει να ανοίγει διάπλατα τα μάτια του, να κλίνει τους ώμους προς τα μέσα κι οι καρδιακοί παλμοί του αυξάνονται κατακόρυφα.

Η παρούσα επιστημονική διαπίστωση καταδεικνύει ότι ένα παιδί (ανεξάρτητα από το φύλο του), ήδη, από την βρεφική ηλικία και μέσω των αντανακλαστικών του, έχει την εγγενή ανάγκη να αλληλεπιδρά ξεχωριστά και με τους δύο γονείς του, ώστε να αναπτυχθεί με ομαλό, ισορροπημένο και υγιή τρόπο.

Ένα παιδί, καθώς μεταβαίνει από το ένα στάδιο της γνωστικής, συναισθηματικής – ψυχικής, κοινωνικής και ηθικής ανάπτυξής του στο επόμενο, απευθύνεται ξεχωριστά στον εκάστοτε γονέα, προκειμένου να καλύψει συγκεκριμένες ζωτικές ανάγκες του. Ειδικότερα, το ανήλικο άτομο στρέφεται προς την μητέρα του, όταν αποζητά παρηγοριά. Παράλληλα, στρέφεται προς τον πατέρα του, όταν χρειάζεται υποστήριξη και ήπια καθοδήγηση. Από την μία πλευρά, η μητέρα έχει την έμφυτη τάση να ενεργεί πρόωρα, πριν το παιδί ζητήσει την αρωγή της, μετατρέποντας την «δυσκολία» σε «ευκολία», με απώτερο σκοπό να διαφυλάξει το τέκνο της από το ενδεχόμενο να βιώσει το αίσθημα της αποτυχίας ή της απογοήτευσης. Από την άλλη πλευρά, ο πατέρας, αξιοποιώντας την μη λεκτική επικοινωνία, ενθαρρύνει το παιδί να αναζητήσει μόνο του τους πιθανούς τρόπους επίλυσης των δυσκολιών του, επιτρέποντάς του να ζήσει, να διαχειριστεί και, τελικά, να υπερκεράσει τα αρνητικά συναισθήματά του.

Θα ήταν άσκοπο να επιχειρήσουμε μία  συγκριτική αξιολόγηση μεταξύ της μητρικής και της πατρικής μεθόδου ανατροφής του παιδιού, διότι οι διαφορετικές γονικές προσεγγίσεις διαδραματίζουν ευεργετικό ρόλο στην ζωή του, μόνο, όταν συνυπάρχουν και λειτουργούν συμπληρωματικά. Η μητρική μέθοδος διδάσκει στα ανήλικα τέκνα ότι έχουν την δυνατότητα να προσδοκούν και να υπολογίζουν στην βοήθεια τρίτων προσώπων, ενώ, η πατρική μέθοδος διδάσκει στα παιδιά πως επιβάλλεται να κοπιάσουν προσωπικά, ώστε να καταφέρουν να υλοποιήσουν τον στόχο τους.

Ακόμη κι αν εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο παιχνίδι, στην πιο καθοριστική δραστηριότητα των παιδιών, ως την εφηβική ηλικία, κατανοούμε ότι διεξάγεται υπό διαφορετικούς όρους, όταν παίζει η μητέρα με το παιδί και όταν παίζει ο πατέρας με το παιδί. Η μητέρα χρησιμοποιεί το παιχνίδι ως «παιδευτικό εργαλείο».

Επιλέγει, κυρίως, παιχνίδια που βοηθούν το νήπιο να σχηματίζει τα γράμματα, τους αριθμούς, να κατανοεί την συμπεριληπτική σχέση «μερών – όλου» ή να ζωγραφίζει εντός του πλαισίου, ασκώντας την λεπτή κινητικότητα του. Έτσι, το ανήλικο άτομο εκπαιδεύεται μιμούμενο τον γονέα του. Ο πατέρας, ων εκ φύσεως πιο χαλαρός, ερμηνεύει την διαδικασία του παιχνιδιού σαν μία ατέρμονη «περιπέτεια». Επιτρέπει στον υιό ή στην κόρη του να εξερευνά το φυσικό περιβάλλον και τον κόσμο που τον/την περιβάλλει πέρα από τον στενό οικογενειακό κύκλο του. Επιπλέον, παραχωρεί την δυνατότητα στο παιδί να δοκιμάζει τα όρια, τις ικανότητές του μέσα από τον πειραματισμό και την δοκιμή. Σε αυτήν την περίπτωση, το ανήλικο άτομο εκπαιδεύεται δρώντας. Εξάλλου, δεν είναι τυχαίο ότι τα παιδιά επιδίδονται σε δραστηριότητες που προϋποθέτουν μίαν, ίσως, πιο ριψοκίνδυνη διάθεση και στάση, όπως είναι το ποδήλατο, το κολύμπι, το ποδόσφαιρο, κατεξοχήν, υπό την εποπτεία του πατέρα τους.

Φαίνεται, λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, ότι οι μορφές συμπεριφοράς που εκδηλώνει η μητέρα μέσα στο οικογενειακό σχήμα απέχουν κατά πολύ από εκείνες που εκδηλώνει ο πατέρας. Ωστόσο, οι προσδοκίες και των δύο γονέων παρουσιάζουν ένα υψίστης σημασίας σημείο σύγκλισης: μητέρα και πατέρας, γυναίκα και άνδρας, επιθυμούν να έχουν ευτυχισμένα, συγκροτημένα παιδιά με αυξημένη αυτοεκτίμηση. Προς εκπλήρωση αυτής της προσδοκίας, οι στοχαστικοί γονείς, ανεξάρτητα, αν είναι διαζευγμένοι σύζυγοι ή σύντροφοι, συνεργάζονται, συνανατρέφουν και συνεπιμελούνται τα τέκνα τους, αξιοποιώντας στο μέγιστο τις διαφυλικές διαφορές τους.

Οι «αυθεντικοί» γονείς, ασχέτως, αν διαβιούν ή δεν διαβιούν υπό την ίδια στέγη, αναγνωρίζουν ότι η επιμέλεια, η φροντίδα, η ανατροφή των τέκνων τους σχετίζεται, αποκλειστικά, με την προθυμία τους να προσφέρουν αγάπη και συνέπεια. Οι «πραγματικοί» γονείς, έχουν, ενσυνείδητα, συναποφασίσει να είναι υπομονετικοί και ανιδιοτελείς.

Τέλος, οι γονείς, που έχουν την αξίωση να αυτοπροσδιορίζονται και ετεροπροσδιορίζονται ως γονείς, σέβονται ο ένας τα συναισθηματικά, πνευματικά, διανοητικά χαρίσματα του άλλου κι υπερβαίνουν με απόλυτη ωριμότητα τις εγωιστικές διαθέσεις ή τις ενδεχόμενες ιδιωτικές διαφορές τους, ως σύζυγοι ή σύντροφοι, επειδή αναγνωρίζουν ότι, μόνο, όταν στέκονται από κοινού στο πλάι των παιδιών τους, υπηρετούν το αληθινό «συμφέρον» τους.

Βασιλική Γεωργίνη : Εκπαιδευτικός – Παιδαγωγός

Πηγή: Ενεργοί Μπαμπάδες για τα δικαιώματα του παιδιού

[*] Swain, J. & Taskgin, E. & Mayes, L. & Feldman, R. & Constable, R. & Leckman, J. (2008). Material brain response to own baby cry. Journal of Child Psychology and Psychiatry, 49, 1042 – 1052.

[*] [*]Πηγή