Παρασκευή , 29 Μάρτιος 2024

Φραγμένες αρτηρίες: Η διατροφή που μειώνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών

Οι χορτοφαγικές και vegan δίαιτες συνδέονται με χαμηλότερα επίπεδα χοληστερόλης και λιπιδίων στο αίμα, σύμφωνα με ανάλυση όλων των στοιχείων από τυχαιοποιημένες μελέτες που δημοσιεύθηκαν από το 1982.

Οι συγγραφείς της μελέτης, η οποία δημοσιεύτηκε την Πέμπτη στην επιθεώρηση European Heart Journal, υποστηρίζουν ότι αυτό σημαίνει ότι οι δίαιτες που βασίζονται σε τροφές φυτικής προέλευσης, μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην αντιμετώπιση των φραγμένων αρτηριών, μειώνοντας έτσι τον κίνδυνο καρδιαγγειακών, όπως είναι τα εγκεφαλικά και οι καρδιοπάθειες.

Οι ερευνητές εξέτασαν 30 τυχαιοποιημένες δοκιμές που δημοσιεύθηκαν μεταξύ 1982 και 2022, στις οποίες συμμετείχαν συνολικά 2.372 άνθρωποι. Οι μελέτες ποσοτικοποίησαν την επίδραση της χορτοφαγικής ή βίγκαν διατροφής έναντι της παμφαγίας στα επίπεδα όλων των τύπων χοληστερόλης, δηλαδή της ολικής, της LDL ή κακής χοληστερόλης, των τριγλυκεριδίων και της απολιπρωτεΐνης Β (apoB – μιας πρωτεΐνης που βοηθά στη μεταφορά λίπους και χοληστερόλης στο αίμα).

Σύμφωνα με την καθηγήτρια Ruth Frikke-Schmidt, επικεφαλής ιατρό στο Rigshospitalet στην Κοπεγχάγη της Δανίας, η οποία διεξήγαγε τη μελέτη, «οι χορτοφαγικές και vegan δίαιτες σχετίζονται με 14% μείωση όλων των λιποπρωτεϊνών που φράσσουν τις αρτηρίες, όπως υποδεικνύεται από την απολιπρωτεΐνη Β. Αυτό αντιστοιχεί στο ένα τρίτο της επίδρασης της λήψης φαρμάκων που μειώνουν τη χοληστερόλη, όπως οι στατίνες, και θα οδηγούσε σε μείωση κατά 7% στον κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσου κάποιον που ακολουθεί φυτοφαγική διατροφή για πέντε χρόνια. Η θεραπεία με στατίνες είναι ανώτερη από τις χορτοφαγικές δίαιτες στη μείωση των λιπιδίων και της χοληστερόλης. Το ένα σχήμα ωστόσο, δεν αποκλείει το άλλο και ο συνδυασμός στατινών και φυτοφαγικής διατροφής, είναι πιθανό να έχουν συνεργιστική δράση, με αποτέλεσμα ακόμη περισσότερα οφέλη».

«Εάν οι άνθρωποι ακολουθούν φυτοφαγική διατροφή από μικρή ηλικία, η πιθανότητα μείωσης του κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου που προκαλείται από φράξιμο των αρτηριών, είναι σημαντική. Είναι επίσης σημαντικό ότι βρήκαμε παρόμοια αποτελέσματα σε διαφορετικές ηπείρους, ηλικίες, δείκτες μάζας σώματος και μεταξύ ατόμων με διαφορετική κατάσταση υγείας» είπε.

Οι συμμετέχοντες στις 30 μελέτες τυχαιοποιήθηκαν για να ακολουθήσουν είτε μια χορτοφαγική ή vegan διατροφή ή να συνεχίσουν με μια παμφάγα δίαιτα (η οποία περιλαμβάνει κρέας και γαλακτοκομικά προϊόντα). Η διάρκεια της δίαιτας κυμαινόταν από δέκα ημέρες έως πέντε χρόνια, με μέσο όρο τις 29 εβδομάδες.

Σε σύγκριση με τα άτομα που ακολουθούσαν παμφάγα διατροφή, όσοι ακολουθούσαν φυτοφαγική διατροφή παρουσίασαν μέση μείωση των επιπέδων ολικής χοληστερόλης κατά 7% από την έναρξη της μελέτης, μείωση κατά 10% στα επίπεδα LDL χοληστερόλης και 14% στα επίπεδα apoB.

Πάνω από 18 εκατομμύρια άνθρωποι πεθαίνουν από καρδιαγγειακή νόσο (CVD) κάθε χρόνο σε όλο τον κόσμο, καθιστώντας την κύρια αιτία θανάτου. Η ατζέντα των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη αναφέρει ότι οι πρόωροι θάνατοι από μη μεταδοτικές ασθένειες, όπως είναι η καρδιαγγειακή νόσος, πρέπει να μειωθούν κατά ένα τρίτο έως το 2030. Επιπλέον, υπάρχει αυξημένη εστίαση στην επίδραση του τι τρώμε στο περιβάλλον.

«Πρόσφατες συστηματικές ανασκοπήσεις έδειξαν ότι εάν οι πληθυσμοί των χωρών υψηλού εισοδήματος στραφούν σε φυτοφαγική διατροφή, μπορούν να μειωθούν οι καθαρές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου από 35% έως 49%. Η μελέτη μας παρέχει ισχυρές ενδείξεις ότι οι δίαιτες με βάση τα φυτά είναι ωφέλιμες για την υγεία μας για ανθρώπους διαφορετικών μεγεθών, ηλικιών και καταστάσεων υγείας», δήλωσε η Frikke-Schmidt.

«Επιπλέον, οι πληθυσμοί παγκοσμίως γερνούν και, κατά συνέπεια, αυξάνεται το κόστος θεραπείας ασθενειών που σχετίζονται με την ηλικία, όπως η αθηροσκληρωτική καρδιαγγειακή νόσος. Οι φυτοφαγικές δίαιτες είναι βασικά εργαλεία για την αλλαγή της παραγωγής τροφίμων σε περιβαλλοντικά πιο βιώσιμες μορφές. Πρέπει να τρώμε μια ποικίλη, πλούσια σε φυτά διατροφή, όχι σε μεγάλες ποσότητες, και να σβήνουμε τη δίψα μας με νερό».

Πηγή: European Heart Journal


Πηγή