Παρασκευή , 29 Μάρτιος 2024
Απρόσμενη αύξηση γλυκαγόνης από τη λιραγλουτίδη

Απρόσμενη αύξηση γλυκαγόνης από τη λιραγλουτίδη

Φαίνεται ότι δεν γνωρίζουμε αρκετά για την ορμονική ρύθμιση του σακχάρου στα άτομα που πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.

Η ινσουλίνη και η γλυκαγόνη ανταγωνίζονται η μία την άλλη, με την πρώτη να μειώνει το σάκχαρο και η δεύτερη να το αυξάνει.

Στο Διαβήτη τύπου 2 η ινσουλίνη που παράγεται δεν είναι αρκετή και η γλυκαγόνη αυξάνεται παραδόξα. Οι GLP-1 αγωνιστές είναι μια σειρά ενέσιμων φαρμάκων, που σχεδιάστηκαν με σκοπό να αποκαταστήσουν την παραπάνω δυσαρμονία.

Πράγματι, φάνηκε ότι η χρήση των GLP-1 βελτιώνει την έκκριση της ινσουλίνης και καταστέλει την έκκριση της γλυκαγόνης. Αποτέλεσμα είναι το σάκχαρο να ρυθμίζεται θαυμάσια, ενώ ταυτόχρονα υπήρχαν ενδείξεις ότι το πάγκρεας ανακτά δυνάμεις.

Με βάση αυτή την παρατήρηση η λιραγλουτίδη, η οποία κυκλοφορεί με την εμπορική ονομασία Victoza, σχεδίασε την μελέτη LIBRA. H μελέτη αυτή είχε σκοπό να διερευνήσει το πιθανό όφελος της λιραγλουτίδης, στην διατήρηση των β-κυττάρων του παγκρέατος, που είναι υπεύθυνα για την έκκριση της ινσουλίνης.

Στη διαδικασία της μελέτης είχε προβλεφθεί να γίνονται καμπύλες γλυκόζης κάθε 3 μήνες. Με την λήψη του αίματος, εκτός από το σάκχαρο υπολογιζόταν και η ινσουλίνη σε συνδυασμό με την γλυκαγόνη. Από τις μετρήσεις αυτές προέκυψε ένα απρόσμενο αποτέλεσμα.

Η γλυκαγόνη, η οποία θυμίζουμε αυξάνει το σάκχαρο, φάνηκε να αυξάνεται μετά την λήψη σακχάρου, κατά τη διάρκεια της καμπύλης. Η αντίδραση αυτή της γλυκαγόνης υπήρχε από το πρώτο τρίμηνο και συνεχίστηκε για όλο το διάστημα της μελέτης. Από την άλλη μεριά τόσο το σάκχαρο, όσο και η ινσουλίνη βελτιώθηκαν στις καμπύλες.

Το ερώτημα όμως που προκύπτει είναι γιατί η γλυκαγόνη, ενώ θα έπρεπε να καταστέλλεται αυτή υπερπαράγεται, παρά την χρήση της λιραγλουτίδης. Επίσης αυτή η αντίδραση μήπως βάζει περιορισμούς στην διάρκεια της αποτελεσματικότητας του φαρμάκου.

Προς το παρόν δεν υπάρχει κανένα θέμα ως προς την χρήση της λιραγλουτίδης για την χρήση τουλάχιστον τριετίας, γιατί έχει αποδείξει με προηγούμενες μελέτες ότι είναι πολύ αποτελεσματική. Πιθανότητα να χρειάζονται μεγαλύτερης διάρκειας μελέτες για να μάθουμε τη δράση της σε βάθος περισσότερων ετών.

 

 

 

 

Πηγή: onmed.gr