Παρόλη την εξαιρετική ανέλιξη που έχει δει η ειδικότητα της Οφθαλμολογίας και της Οφθαλμοχειρουργικής παγκοσμίως, και ιδιαίτερα στη χώρα μας, υπάρχουν ακόμα παθήσεις που φέρουν πολύ σημαντικό κίνδυνο για τύφλωση και ορισμένες από αυτές με πολύ «άδικο» τρόπο.

Εάν δούμε τις παγκόσμιες στατιστικές στο δυτικό ημισφαίριο, στις προηγμένες δηλαδή χώρες –όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Ευρωπαϊκή Ένωση– ο νούμερο ένα εχθρός της όρασης είναι η εκφύλιση της ωχράς κηλίδας. Αφορά άτομα ηλικίας, συνήθως, άνω των 65 ετών και, δυστυχώς, 1 στα 10 άτομα αυτής της ηλικίας θα έχει κάποια μορφή εκφύλισης ώχρας κηλίδας, η οποία είναι ο «κλέφτης» της κεντρικής όρασης.

Η ξηρού τύπου εκφύλιση της ωχράς κηλίδας, ευτυχώς, εξελίσσεται πάρα πολύ αργά, όμως δεν έχει κάποια θεραπεία εκτός από το συμπλήρωμα διατροφής, το σταμάτημα του καπνίσματος και την προστασία από τον ήλιο. Φυσικά, όλα αυτά είναι καλύτερο να συμβαίνουν σε πολύ νεαρότερη ηλικία γιατί έχουν αθροιστικό αποτέλεσμα στην ξηρού τύπου εκφύλιση της ωχράς που έρχεται στην τρίτη ηλικία.

Η υγρού τύπου εκφύλιση της ωχράς μπορεί να ξεπηδήσει από την ξηρού τύπου ή μπορεί να παρουσιαστεί σε μία ωχρά που δεν έχει δώσει ακόμα κλινικά σημάδια ξηρού τύπου εκφύλιση της ωχράς. Φυσικά, αυτό είναι το πιο επικίνδυνο γιατί προκαλεί μία μικρή αιμορραγία, συνήθως πολύ κοντά στο κέντρο της ωχράς κηλίδας, το σημείο δηλαδή του αμφιβληστροειδή που χρησιμοποιούμε για την πιο λεπτομερή μας όραση, και εάν δεν υπάρξει άμεση παρέμβαση από τον χειρουργό οφθαλμίατρο- η παρέμβαση αυτή στις ημέρες μας είναι ή έγχυση ενός ειδικού αντισώματος μέσα στην κοιλότητα του ματιού, λέγονται anti-VEGF παράγοντες και υπάρχουν πολλές επιλογές σήμερα για αυτήν την θεραπεία- μπορεί να προκαλέσει μία σημαντική ουλή και να χάσει ο/η ασθενής την κεντρική όραση για πάντα. Η έγχυση, δυστυχώς, του αντιαγγειογενετικού παράγοντα δεν είναι εφάπαξ, συνήθως χρειάζεται να γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα. Υπάρχουν ασθενείς που έχουν συμπληρώσει, τα τελευταία πέντε χρόνια, μέχρι και 60-70 εγχύσεις αντιαγγειογενετικού παράγοντα για να σταθεροποιήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο την εξέλιξη της υγρού τύπου εκφύλισης της ωχράς κηλίδας.

Η δεύτερη στατιστικά πιο σημαντική πάθηση των ματιών που προκαλεί τύφλωση είναι, δυστυχώς, ο σακχαρώδης διαβήτης. Ο σακχαρώδης διαβήτης, το σάκχαρο όπως λέμε στην καθομιλουμένη, μέσα από την ιδιότητά του να προκαλεί μικροαγγειοπάθειες κτυπά πάρα πολύ άσχημα τα μικροσκοπικά αγγεία του οφθαλμού, τα μικροσκοπικά αγγεία των νεφρών –εξ ου και οι νεφροπάθειες που παθαίνουν οι διαβητικοί που δεν ελέγχονται σωστά– και επίσης τα μικρά αγγεία ίδιου μεγέθους που έχει το νευρικό μας σύστημα, εγκέφαλος, περιφερικά νεύρα κ.λπ., εξου και όλες οι περιφερικές νεφροπάθειες που προκαλούνται από το σακχαρώδη διαβήτη.

Ο σακχαρώδης διαβήτης, δυστυχώς, είναι από τα προβλήματα που λειτουργούν σιωπηρά και όταν φτάσουν να αλλάξουν την όραση ενός ασθενή ήδη έχουν προχωρήσει πάρα πολύ και οι επιλογές μπορεί να είναι περιορισμένες. Είναι γνωστό και στη χώρα μας και από όλους τους συναδέλφους παθολόγους και ειδικούς διαβητολόγους ότι οποιοσδήποτε διαβητικός θέλει παρακολούθηση από τον οφθαλμίατρο κάθε χρόνο με λεπτομερή βυθοσκόπηση και, γιατί όχι, με τα σύγχρονα μέσα που υπάρχουν, αξιολόγηση του βυθού του ματιού με αγγειογραφία, η οποία μπορεί να δείξει πόση απώλεια τριχοειδών υπάρχει στον κάθε διαβητικό ασθενή. Υπάρχουν, επίσης, και τεχνολογίες αγγειογραφίας – είμαστε η πρώτη ομάδα στην Ελλάδα που τις χρησιμοποιεί – οι οποίες κάνουν προσομοίωση αγγειογραφίας με την τεχνολογία OCT.

Στο σάκχαρο, λοιπόν, η νούμερο ένα θεραπεία και για τα οφθαλμολογικά προβλήματα, είναι ο καλός έλεγχος του σακχάρου και η σωστή δίαιτα. Ακόμα και σήμερα πολλοί ασθενείς νομίζουν ότι το σάκχαρο προκαλείται όταν τρώνε γλυκά, ενώ το σάκχαρο προκαλείται από κακό ισοζύγιο της ποσότητας τροφής που τρώει ο κάθε ασθενής – οποιουδήποτε τύπου τροφής, όχι μόνο γλυκών – σε σχέση με τις καύσεις που μπορεί να κάνει ο οργανισμός. Για αυτό το λόγο, κάθε ασθενής με σάκχαρο θέλει πολύ κοντινή παρακολούθηση από έναν ειδικό διαιτολόγο και από έναν ειδικό διαβητολόγο.

Εμείς οι οφθαλμίατροι, όπως και οι συνάδελφοι νεφρολόγοι και νευρολόγοι, παρακολουθούμε τη γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη, η οποία είναι ένας δείκτης του πώς έχει κυμανθεί το σάκχαρο κατά μέσο όρο τους περασμένους τρεις μήνες. Η φυσιολογική είναι κάτω από το 6, όμως ένας διαβητικός που έχει γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη μεταξύ 6 και 7 θεωρείται ότι είναι σε πάρα πολύ καλό έλεγχο. Οι πιο νέες βιβλιογραφικές δημοσιεύσεις αναφέρουν ότι δεν είναι καλό οι διαβητικοί να έχουν εξαιρετικά αυστηρό έλεγχο του σακχάρου τους με γλυκοζυλιωμένη κάτω του 6 γιατί αυτό κάνει χειρότερα τις μικροαγγειοπάθειες. Δυστυχώς όμως καθημερινά στην Ελλάδα βλέπουμε αρρύθμιστους ασθενείς με σάκχαρο, δε δείχνουν προσαρμογή στα πρωτόκολλα που τους δίνουν οι διαβητολόγοι τους, η γλυκοζυλιωμένη τους μπορεί να είναι 10, 12, 13 και αυτό μπορεί να προκαλέσει πολύ σημαντική αγγειοπάθεια, αιμορραγία στο βυθό, ισχαιμικά επεισόδια και στο τελικό στάδιο της διαβητικής αμφιβληστροειδοπάθειας, που λέγεται παραγωγική αμφιβληστροειδοπάθεια, η έκκριση μίας ορμόνης από το μέγεθος της ισχαιμίας μέσα στο μάτι, που λέγεται αγγειογενετικός παράγοντας, και η ανάπτυξη πολλών ανώμαλων αγγείων που προκαλούν τη νεοαγγείωση τόσο στο εσωτερικό του ματιού όσο και στην ίριδα με καταστρεπτικά αποτελέσματα στην όραση και στη βιωσιμότητα του ματιού αυτού του ασθενούς.

Άρα, το σάκχαρο είναι ο δεύτερος πιο ύπουλος κλέφτης της όρασης σε ασθενείς του δυτικού ημισφαιρίου και αν αναλογιστούμε τη ραγδαία αύξηση των διαβητικών σε όλη την Ευρώπη, τις Ηνωμένες Πολιτείες και τη χώρα μας, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο επιδημιολογικά σημαντικός παράγοντας είναι αυτός για την καλή όραση του γενικού πληθυσμού.

Τρίτη ύπουλη πάθηση που κλέβει την όραση των ασθενών είναι το γλαύκωμα. Ευτυχώς το γλαύκωμα είναι πολύ μικρότερο σε ποσοστό από ό,τι οι δύο προηγούμενες παθήσεις που αναφέραμε. Το γλαύκωμα, δυστυχώς, προκαλείται συνήθως από πολύ υψηλή πίεση στο εσωτερικό του ματιού, που δεν έχει καμία σχέση με τη συστημική πίεση, τη σωματική δηλαδή πίεση, του/της ασθενούς. Αυτή η πίεση δεν είναι αντιληπτή από τον/την ασθενή –δεν καταλαβαίνουμε, δηλαδή, πότε η πίεση του ματιού μας είναι πάρα πολύ υψηλή– και μπορεί να προκαλέσει πολύ σημαντική ζημιά στο οπτικό νεύρο με σημαντική απώλεια της όρασης.

Ένας ακόμα πιο επικίνδυνος τύπος γλαυκώματος, το γλαύκωμα φυσιολογικής ή αλλιώς γλαύκωμα χαμηλής πίεσης, είναι το γλαύκωμα στο οποίο δημιουργείται ζημιά στο οπτικό νεύρο που μοιάζει με τη γλαυκωματική ζημιά υψηλής πίεσης, αλλά η πίεση που μετρά ο χειρουργός οφθαλμίατρος είναι μέσα στα φυσιολογικά όρια, είναι δηλαδή μεταξύ του 10mmHg και 21mmHg, όπου mmHg είναι ο κωδικός που χρησιμοποιούμε παγκόσμια για τη μέτρηση της πίεσης του οφθαλμού. Για αυτό το λόγο, η πλήρης οφθαλμολογική εξέταση θα πρέπει να περιλαμβάνει και λεπτομερή εξέταση του βυθού του ματιού, βυθοσκόπηση δηλαδή, αφότου δοθούν διασταλτικές σταγόνες, να ανοίξει η κόρη του ματιού δηλαδή για να μπορέσει να εκτιμήσει ακριβώς ο οφθαλμίατρος την εικόνα του οπτικού νεύρου και την πιθανότητα να υπάρχει γλαύκωμα φυσιολογικής πίεσης ή γλαύκωμα χαμηλής πίεσης, όπως προαναφέραμε.

Κάποια πολύ πιο σπάνια σύνδρομα μπορούν να προκαλέσουν τύφλωση, όπως είναι αγγειακά επεισόδια, τα οποία τα βλέπουμε συνήθως σε υπερτασικούς. Η υπέρταση είναι άλλο ένα μεγάλο πρόβλημα, καθώς ένας στους τρεις άνδρες άνω των 40 ετών θα είναι υπερτασικός. Δυστυχώς, στη χώρα μας και οι ασθενείς αλλά και η ιατρική μας κουλτούρα δείχνουν μία μεγάλη ανεκτικότητα στην υπέρταση. Η φυσιολογική πίεση του σώματος είναι 12 με 8 ή 120 με 80, αναλόγως με την κλίμακα που χρησιμοποιείται, ενώ οτιδήποτε εκτός αυτού δεν είναι φυσιολογικό. Οπότε η αυξημένη πίεση θα είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπιστεί με αγωγή γιατί μπορεί να δημιουργήσει και αυτή αγγειοπάθειες και η συστηματική υπέρταση προκαλεί και αυτή ένα μεγάλο κίνδυνο απώλειας όρασης, συνήθως με φλεβικούς αποκλεισμούς, αποκλεισμό δηλαδή κλάδου της φλέβας ή κεντρικό αποκλεισμό της φλέβας του ματιού, μία καταστρεπτική, συνήθως, αγγειοπάθεια για τα μάτια με μη αντιστρέψιμα αποτελέσματα. Τέλος, ασθενείς που έχουν καρδιοαγγειακά προβλήματα είναι σε κίνδυνο να κάνουν θρόμβωση σε μία από τις αρτηρίες του οφθαλμού ή στην κεντρική αρτηρία του οφθαλμού, που συνήθως και αυτό σημαίνει μόνιμη απώλεια της όρασης.

Αυτοί είναι οι πιο συχνοί επίκτητοι παράγοντες και παθήσεις που μπορούν να προκαλέσουν τύφλωση, ενώ θα πρέπει, τέλος, να συμπεριληφθούν και τα τραύματα που αφορούν, φυσικά, πολύ περισσότερο τους άνδρες σε σχέση με τις γυναίκες, όπου η αναλογία είναι περίπου έξι προς ένα. Τα τραύματα μπορούν να προέλθουν είτε από διάφορα σπορ είτε από τον εργασιακό χώρο, από αντικείμενα που εκσφενδονίζονται με μεγάλη ταχύτητα και μπορούν να τραυματίσουν το μάτι και να προκαλέσουν τύφλωση, ακόμα και σε παιδιά από χρήση κακής ποιότητας γυαλιών, δηλαδή μεταλλικούς σκελετούς που μπορεί να σπάσουν σε κάποιο παιχνίδι και να τραυματίσουν πολύ επικίνδυνα τον οφθαλμό. Άρα, το τραύμα είναι κάτι το οποίο μπορούμε να αποφύγουμε φορώντας προστατευτικά γυαλιά σε όλες τις εργασίες, χρησιμοποιώντας σύνεση και προληπτική σκέψη για κάθε παιχνίδι ή κάποια εργασία που θα κάνουμε ή κάτι περιβαλλοντολογικό που βρίσκεται γύρω μας και το οποίο θα μπορούσε να απειλήσει τα μάτια μας, αντικείμενα που μπορούν να εκσφενδονιστούν στο μάτι μας, η χρήση χημικών, οξέων ή βασικών υλικών που θα μπορούσαν ερχόμενα σε επαφή με το μάτι μας να προκαλέσουν ολέθρια καταστροφή της επιφάνειας του ματιού και αποτελεσματικά και τύφλωση.