Παρασκευή , 19 Απρίλιος 2024

Βουλή: Ξεκίνησε στην επιτροπή η επεξεργασία του ν/σ για την προστασία των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων

Ολοκληρώθηκε η πρώτη επεξεργασία, στην επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, του νομοσχεδίου που αφορά την εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ή συγγενικής ιδιοκτησίας.

Με την υπουργό Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη να κάνει λόγο για επιβεβλημένη υποχρέωση της χώρας απέναντι στην ΕΕ και να καλεί όλα τα κόμματα να το υπερψηφίσουν καθώς, όπως είπε, επιλύει πολλά σημαντικά και διαχρονικά προβλήματα και με όλα τα κόμματα της Αντιπολίτευσης να τονίζουν την ανάγκη βελτιωτικών αλλαγών και αποσαφηνίσεων κρίσιμων ζητημάτων, ολοκληρώθηκε η πρώτη επεξεργασία, στην επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, του νομοσχεδίου που αφορά την εναρμόνιση του ελληνικού δικαίου με το ενωσιακό δίκαιο για την προστασία των δικαιωμάτων πνευματικής ή συγγενικής ιδιοκτησίας.

ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ δήλωσαν ότι το καταψηφίζουν, ενώ ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Ελληνική Λύση και ΜεΡΑ25 επιφυλάχθηκαν επί της αρχής, αναμένοντας και την ακρόαση των αρμόδιων εξωκοινοβουλευτικών φορέων που θα τοποθετηθούν την ερχόμενη Παρασκευή, 19 Νοεμβρίου.

«Η πρωτοβουλία του υπουργείου για την υιοθέτηση των ρυθμίσεων και την ενσωμάτωση στην ελληνική έννομη τάξη των κοινοτικών οδηγιών, συνιστά μία νομική υποχρέωση της χώρας κα εντάσσεται στο γενικότερο σχεδιασμό μας για τον εκσυγχρονισμό, την εναρμόνιση και τη προσαρμογή του ενωσιακού και εθνικού θεσμικού πλαισίου προστασίας της πνευματικής ιδιοκτησίας στις διαρκώς μεταβαλλόμενες διεθνείς συνθήκες», τόνισε χαρακτηριστικά η υπουργός Πολιτισμού.

Όπως τόνισε η κ. Μενδώνη, «με δεδομένο ότι ο τομέας πνευματικής ιδιοκτησίας είναι ένας τομέας δικαίου, ραγδαία εξελισσόμενος το νομοσχέδιο επιδιώκει:

   – Τον καθορισμό θεσμικού πλαισίου, εντός του οποίου θα προστατεύονται σε διασυνοριακό επίπεδο, τα πνευματικά δικαιώματα στο ψηφιακό περιβάλλον.

   – Την ρύθμιση και κάλυψη του νομοθετικού κενού που παρατηρείται στα ζητήματα των διαδικτυακών μεταδόσεων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και των αναμεταδόσεων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων.

   – Την καθιέρωση ενός μηχανισμού διευκόλυνσης εκκαθάρισης πνευματικών δικαιωμάτων με βάση τη χώρα προέλευσης.

   – Την προστασία των πνευματικών δικαιωμάτων των δικαιούχων και τη διευκόλυνση της διασυνοριακής μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων.

   – Την προώθηση της πολιτιστικής πολυμορφίας και την ενίσχυση της διασυνοριακής πρόσβασης στη πληροφορία».

   Στο δεύτερο μέρος του νομοσχεδίου προβλέπονται κανόνες:

   – Για τη προσαρμογή εξαιρέσεων και περιορισμών επί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και συγγενικών δικαιωμάτων σε ψηφιακά και διασυνοριακά περιβάλλοντα.

   – Για τη διευκόλυνση της χρήσης του περιεχομένου που έχει καταστεί κοινό κτήμα.

   – Μέτρα για την διευκόλυνση ορισμένων πρακτικών χορήγησης αδειών, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διάδοση έργων μη διαθέσιμων στο εμπόριο και άλλων αντικειμένων προστασίας, την επιγραμμική διαθεσιμότητα οπτικοακουστικών έργων σε πλατφόρμες διάθεσης βίντεο κατά παραγγελία, για την διασφάλιση ευρύτερης πρόσβασης στο περιεχόμενο».

Έμφαση έδωσε η κ. Μενδώνη και στο τρίτο μέρος του νομοσχεδίου, σημειώνοντας ότι «απαλείφεται το δικαίωμα του δικαιούχου να επιτρέπει ή να απαγορεύει τον δημόσιο δανεισμό των έργων του, ενώ ταυτόχρονα εισάγεται σύστημα εύλογης αμοιβής ως αντιστάθμισμα του δημοσίου δανεισμού χωρίς την άδεια του δικαιούχου».

«Με τον τρόπο αυτό, το απόλυτο και αποκλειστικά δικαίωμα δημόσιου δανεισμού μετατρέπεται σε δικαίωμα αμοιβής, το οποίο είναι σύμφωνο με το ενωσιακό δίκαιο και αφορά βιβλιοθήκες, δισκοθήκες, ταινιοθήκες και έμμεσα τους χρήστες των φορέων αυτών», ανέφερε η υπουργός και διευκρίνισε ότι:

   – Η εύλογη αμοιβή στο πλαίσιο του δημοσίου δανεισμού που οφείλουν φορείς ανήκοντες σε εποπτευόμενη ή επιχορηγούμενη από το κράτος ή τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης αρχή, ορίζεται συνολικά για όλους τους δικαιούχους στο ποσό των 350.000 ευρώ ετησίως και κατανέμεται στο 70% για τους πνευματικούς δημιουργούς και 30% στους εκδότες.

   – Για τον δανεισμό φορέων, ήχου ή ήχου και εικόνας, ως αμοιβή κατανέμεται κατά 55% στους πνευματικούς δημιουργούς, 30% στους ερμηνευτές, εκτελεστές καλλιτέχνες και κατά 15% στους παραγωγούς φορέων ήχου και εικόνας.

«Το υπουργείο ανέλαβε τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία, ανταποκρινόμενο στις νέες προκλήσεις στο σύνθετο πεδίο της προστασίας και διαχείρισης των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων στις οποίες καλούμαστε να ανταποκριθούμε σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο μέσα από συναινετικές πολιτικές και ολοκληρωμένες θεσμικές παρεμβάσεις.

Η υιοθέτηση του νομοσχεδίου καθίσταται επιβεβλημένη, προκειμένου το υπουργείο Πολιτισμού, το Δημόσιο, να εκπληρώσει την υποχρέωσή του και την ενσωμάτωση των διατάξεων ενωσιακού δικαίου στην εγχώρια τάξη, αλλά και να ικανοποιήσει αιτήματα και να εναρμονίσει αντικρουόμενα συμφέροντα φορέων, όπως οι εκδότες Τύπου, οι δημοσιογράφοι, οι συγγραφείς, οι εκδότες βιβλίου, οι παραγωγοί οπτικοακουστικών έργων, οι πάροχοι υπηρεσιών της κοινωνίας της πληροφορίας και η ακαδημαϊκή κοινότητα», υπογράμμισε η κ. Μενδώνη.

«Σας καλώ να υπερψηφίσετε το νομοσχέδιο, όχι γιατί απλώς απαιτείται από την υποχρέωσή μας απέναντι στην ΕΕ, αλλά κυρίως διότι επιλύει πάρα πολλά από τα προβλήματα τα οποία βιώνουν καθημερινά όλοι οι ενδιαφερόμενοι», κατέληξε η υπουργός Πολιτισμού.

Από την πλευρά του, ο γενικός εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ, Πάνος Σκουρολιάκος, υποστήριξε ότι «είναι ψευδές ότι ενσωματώνει ευρωπαϊκές οδηγίες, καθώς πολλές διατάξεις του νομοσχεδίου αντιβαίνουν το ενωσιακό δίκαιο και δημιουργεί πολλά προβλήματα στο σύνολο των δικαιούχων πνευματικών δικαιωμάτων».

«Στη πραγματικότητα είναι ένα νομοσχέδιο το οποίο θέτει υπό αμφισβήτηση τη θέση των πνευματικών και συγγενικών δικαιωμάτων στην αγορά, αλλά και στη λειτουργία των ίδιων των Οργανισμών», σημείωσε ο εισηγητής του ΣΥΡΙΖΑ.

Ο κ. Σκουρολιάκος στάθηκε ιδιαίτερα στις διατάξεις που, όπως είπε, «δημιουργούν σοβαρά προβλήματα και καταργούν στην ουσία το δικαίωμα των δικαιούχων αποκλειστικών δικαιωμάτων όπως οι ασαφείς έννοιες της εύλογης αμοιβής στις συμβάσεις εκμετάλλευσης δημιουργών και ερμηνευτών».

«Ιδιαίτερα επαχθή» χαρακτήρισε «τη διάταξη σε βάρος των δικαιούχων, με την οποία, κάθε συμβατική ρύθμιση αντίθετη προς την εξαίρεση που προβλέπεται στο νομοσχέδιο, είναι άκυρη».

«Εκτιμάται λοιπόν με βεβαιότητα, ότι θα προκαλέσει συνθήκες σύγκρουσης μεταξύ των δικαιούχων και των ερευνητικών οργανισμών και ιδρυμάτων πολιτιστικής κληρονομιάς, με σοβαρές αρνητικές συνέπειες για το σύνολο της πνευματικής ιδιοκτησίας και του πολιτισμού στη χώρα», υποστήριξε.

Μίλησε ακόμα για διατάξεις αντίθετες με το Σύνταγμα και το ενωσιακό δίκαιο, όπως «τα ποσοστά υπολογισμού και κατανομής αμοιβής δικαιωμάτων επί των ετησίων εσόδων που αποκομίζουν οι εκδότες Τύπου για τη χρήση των εκδόσεων Τύπου από πλατφόρμες, παρόχους υπηρεσιών της κοινωνίας και της πληροφορίας».

«Το υπουργείου Πολιτισμού πρέπει να έχει ως στόχο την προστασία των δημιουργών και της ελληνικής δημιουργίας. Όμως το συγκεκριμένο νομοσχέδιο δεν εξυπηρετεί αυτό το στόχο. Αντίθετα, αντί να προστατεύει τους δημιουργούς και τους οργανισμούς συλλογικής διαχείρισης απέναντι στους ψηφιακούς γίγαντες, αδυνατίζει τη προστασία τους που τους παρέχει ο νόμος, ακόμα και την προστασία που τους παρέχουν οι ευρωπαϊκές οδηγίες», κατέληξε ο κ. Σκουρολιάκος.

Ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Δημήτρης Κωνσταντόπουλος, έκανε λόγο «για διαχρονική καθυστέρηση στην ενσωμάτωση των ευρωπαϊκών οδηγιών» και «για τροποποιήσεις μπαλωματικού χαρακτήρα» και πρόσθεσε ότι «προκύπτουν σοβαρά ζητήματα λόγω της πολύπλοκης εκκαθάρισης των δικαιωμάτων, είτε αφορά τις επιγραμματικές υπηρεσίες, είτε τις υπηρεσίες αναμετάδοσης». Ζήτησε αποσαφήνιση διατάξεων, τονίζοντας ότι χρήζουν βελτίωσης, δίνοντας έμφαση «στα κριτήρια με τα οποία ορίζεται η καταβολή από τους χρήστες εύλογης αμοιβής και η είσπραξη υποχρεωτικά από τον Οργανισμό Συλλογικής Διαχείρισης».

Όπως είπε, είναι αόριστες οι διατάξεις για την αντιπροσωπευτικότητα του Οργανισμού, τα δικαιώματα των δικαιούχων αλλά και τα ποσοστά κατανομής της αμοιβής του δημόσιου δανεισμού.

«Το νομοσχέδιο έρχεται να διευθετήσει αρκετά σημαντικά ζητήματα που όλα αυτά τα χρόνια ήταν προβληματικά. Η επικαιροποίηση της νομοθεσίας είναι απαραίτητη για να εναρμονιστεί το ελληνικό με το ευρωπαϊκό δίκαιο σε ζητήματα που δημιουργούν εμπόδια στη ψηφιακή εποχή. Περιμένουμε βελτιώσεις και επιφυλασσόμαστε για την ολομέλεια», κατέληξε ο ειδικός αγορητής του ΠΑΣΙΚ-ΚΙΝΑΛ.

Ο ειδικός αγορητής του ΚΚΕ, Ιωάννης Δελλής, υποστήριξε ότι «είναι ένα ακόμα νομοσχέδιο που αντιμετωπίζει την ανθρώπινη πνευματική δημιουργία ως απλό εμπόρευμα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, με ασαφείς και θολές έννοιες» και δήλωσε ότι το κόμμα του «καταψηφίζει και αυτό το τερατούργημα».

«Όλα τα δημιουργήματα τα μετατρέπει σε εμπόρευμα, με μόνο κίνητρο και σκοπό το κέρδος. Κι εδώ βρίσκεται η ρίζα του προβλήματος; Εμπορευματοποιούνται τα πάντα στη καπιταλιστική κοινωνία, σε όλους τους τομείς και σε όλα τα πνευματικά δικαιώματα κοινωνικής λειτουργίας. Αυτή η εμπορευματοποίηση αποβαίνει σε βάρος του ίδιου του πνευματικού δημιουργού, με μοναδικό κερδισμένο τα μονοπώλια της τέχνης. Οι επιχειρηματικοί όμιλοι, αν και αμέτοχοι στην όποια πνευματική δημιουργία, είναι οι μεγάλοι κερδισμένοι. Το νομοσχέδιο αυτό είναι συνέχεια, δυστυχώς επί τα χείρω, της προηγούμενης νομοθετικής πρωτοβουλίας του ΣΥΡΙΖΑ και έρχεται να ενισχύσει τα μονοπώλια της τέχνης, πλήττοντας καίρια τους πνευματικούς δημιουργούς», κατέληξε ο κ. Δελλής.

Επιφυλάξεις εξέφρασε ο ειδικός αγορητής της Ελληνικής Λύσης, Κωνσταντίνος Μπούμπας, επισημαίνοντας ότι «υπάρχει μία εντελώς ανεξέλεγκτη κατάσταση εδώ και πολλά χρόνια, με δεκάδες δικαστικές αποφάσεις κατά της πρώην ΑΕΠΙ και δεν θα γίνει τίποτα αν δεν αλλάξουν άρδην ορισμένα θέματα που αφορούν τον εποπτικό έλεγχο.

Στην Ελλάδα ο καθένας έχει το δικό του αμοιβολόγιο. «Αν δεν δημιουργηθεί ένας πραγματικά κρατικός φορέας ελέγχου και διαχείρισης όλων των αυτών των φορέων που βγαίνουν στην αγορά με τους δικούς τους καταλόγους, τότε και η προσπάθεια θα είναι Σισύφειος», τόνισε και συμπλήρωσε: «Σίγουρα πρέπει να εναρμονιστούμε με την ευρωπαίκή οδηγία και να μπει ένα νοικοκύρεμα, αλλά είναι αδήριτη ανάγκη να γίνει ένας ενιαίος φορέας ο οποίος θα ελέγχει όλους αυτούς».

Πολύ θετικό χαρακτήρισε «αυτό που πάει να γίνει ανάμεσα στις μεγάλες πλατφόρμες και τους εκδότες, διότι μπαίνουν κανόνες δικαίου» και πρόσθεσε ότι «πρέπει να διορθωθούν τα κακώς κείμενα και να υπάρξει επιτέλους δίκαιη κατανομή χρημάτων που πρέπει να αποδοθούν στους δικαιούχους».

Την ανάγκη ορισμένων βελτιωτικών αλλαγών επεσήμανε η ειδική αγορήτρια του ΜεΡΑ25, Σοφία Σακοράφα, τονίζοντας ότι «θα είναι καθοριστικές για τη στάση του κόμματός της επί της αρχής του νομοσχεδίου».

«Ίσως είναι και αναπόφευκτο, αλλά σήμερα βάζουμε πάντως ένα λιθαράκι στην αποσπασματική και συγκεχυμένη νομοθέτηση και στην πολυνομία», σημείωσε.

Η κ. Σακοράφα, έδωσε έμφαση «στη διάδοση έργων μη διαθέσιμων στο εμπόριο, δηλαδή ψηφιακή διαδικτυακή διαθεσιμότητα οπτικοακουστικών έργων σε πλατφόρμες κατά παραγγελία για την διασφάλιση», τονίζοντας ότι «είναι υπαρκτός ο κίνδυνος αλόγιστης και απεριόριστης κατά το μέγεθος διασποράς των έργων λόγου στο διαδίκτυο, με την επίκληση των συγκεκριμένων ρυθμίσεων που παραβλέπουν συλλήβδην, και την άδεια, αλλά και την αμοιβή του δικαιούχου».

Προβληματική χαρακτήρισε και «τη διάταξη για την αμοιβή δημιουργού και τη δυνατότητα παραχώρησης, χωρίς αντάλλαγμα, μη αποκλειστικών αδειών εκμετάλλευσης του έργου, προς όφελος οποιωνδήποτε χρηστών» σημειώνοντας ότι «αναιρείται ο θεμελιώδης κανόνας του δικαίου της πνευματικής ιδιοκτησίας για την υποχρέωση καταβολής αμοιβής».

Ο γενικός εισηγητής της ΝΔ, Ανδρέας Κουτσούμπας, υπεραμύνθηκε του νομοσχεδίου τονίζοντας, ότι αυτό που επιδιώκεται είναι:

   – ο καθορισμός θεσμικού πλαισίπυ εντός του οποίου προστατεύονται σε διασυνοριακό επίπεδο, τα πνευματικά δικαιώματα στο ψηφιακό περιβάλλον.

   – η ρύθμιση και κάλυψη του νομοθετικού κενού που παρατηρήθηκε στα ζητήματα των διαδικτυακών μεταδόσεων ραδιοτηλεοπτικών οργανισμών και των αναμεταδόσεων τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών προγραμμάτων

   – η καθιέρωση μηχανισμού διευκόλυνσης της εκκαθάρισης πνευματικών δικαιωμάτων με βάση τη χώρα προέλευσης

   – η προστασία των δικαιωμάτων των δικαιούχων και η διευκόλυνση της διασυνοριακής μετάδοσης ραδιοτηλεοπτικών προγραμμάτων.


Πηγή