Πέμπτη , 28 Μάρτιος 2024

«Η ευρωζώνη έχει ανάγκη από υπουργό Εργασίας παρά Οικονομικών»

Ο Ξαβιέ Ραγκό, πρόεδρος του «Γαλλικού Παρατηρητηρίου των Οικονομικών Συγκυριών» (OFCE) υποστηρίζει πως η αχίλλειος πτέρνα της ευρωζώνης σήμερα, το «εγγενές πρόβλημα της κρίσης», είναι η «ετερόκλιτη εσωτερική αγορά εργασίας. Η αδυναμία σύγκλισης σε πολλούς τομείς, σε αγαθά και υπηρεσίες, έχει ως συνέπεια τις τεράστιες μισθολογικές αποκλίσεις».

«Περισσότερο από έναν υπουργό Οικονομικών, η ευρωζώνη σήμερα έχει ανάγκη από έναν υπουργό Εργασίας», υπογραμμίζει σε συνέντευξη που παραχώρησε στην Ολυμπία Τσίπηρα για το Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Αναφορικά με την Ελλάδα, ο Ξ. Ραγκό θεωρεί ότι «όσο η Γερμανία επαναφέρει στο τραπέζι το θέμα του Grexit, δεν πρόκειται να δοθεί λύση και να προχωρήσει η Ευρώπη». Θεωρεί ότι η διαχείριση του ελληνικού ζητήματος «κοστίζει ακριβά» ως προς τη φερεγγυότητα της Ένωσης, ότι «μπλοκάρει ολόκληρη την Ευρώπη», ότι έχει σχέση με «πολιτικές και όχι οικονομικές επιλογές των κρατών» και ότι θα πρέπει να «αποπολιτικοποιηθεί» το ελληνικό ζήτημα.

Στο ερώτημα, τι θα είχε να συμβουλεύσει τους υπουργούς Οικονομικών ενόψει του Eurogroup της 20ης Μαρτίου, ο κ. Ραγκό απάντησε:

«Θα πρέπει η Ευρώπη και ιδιαίτερα οι κυβερνήσεις της Γαλλίας και της Γερμανίας, να στείλουν προς τους Έλληνες, αλλά και προς τους Ευρωπαίους πολίτες, ένα ισχυρό μήνυμα για τη διαχείριση του ελληνικού χρέους. Όλοι οι οικονομολόγοι αναγνωρίζουν ότι το ελληνικό χρέος δεν είναι βιώσιμο. Θα πρέπει επομένως να ελαφρυνθεί. Αυτό θα είναι ένα ισχυρό μήνυμα για την επίδειξη της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, αλλά και για την επίδειξη μιας ικανότητας της Ευρώπης να ξεπεράσει τους οικονομικούς εγωισμούς και να σκεφθεί συλλογικά για την εξέλιξη του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος».

Συνεχίζοντας, ο κ. Ραγκό υποστήριξε ότι η έως τα τώρα σκληρή αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος, έχει ένα πολιτικό κόστος για την Ευρώπη. «Δεν θα πρέπει να υποτιμάμε το κόστος αυτό, της ανικανότητας δηλαδή των ευρωπαϊκών χωρών να συμφωνήσουν μεταξύ τους, ώστε να βρουν μια λογική αντιμετώπιση ενός προβλήματος δημοσίων οικονομικών. Θεωρώ ότι η ανικανότητα του να μπει στο τραπέζι το θέμα της ελάφρυνσης ή αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, οφείλεται στο ότι επιδιώκεται η χρησιμοποίηση τού πρωτογενούς πλεονάσματος για την αποπληρωμή του χρέους και όχι για τις επενδύσεις, όπως υποστηρίζουν όλοι οι οικονομολόγοι. Σχετίζεται επίσης και με το ότι δεν κατορθώνουμε να σκεφθούμε μια συνεκτική δημοσιονομική αρχιτεκτονική σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με τη συμμετοχή και άλλων χωρών, όπως της Πορτογαλίας της Ισπανίας, ή της Ιταλίας. Εάν πετυχαίναμε μια τέτοια αρχιτεκτονική, θα μπορούσαν και οι Γερμανοί να αναγνωρίσουν την δυσκολία του ελληνικού ζητήματος και να δεχθούν να το αντιμετωπίσουν με ταχύτητα και οικονομική αποτελεσματικότητα», επισήμανε και υπογράμμισε:

«Θα πρέπει να αποπολιτικοποιήσουμε το ελληνικό ζήτημα και να εμποδίσουμε στο να αντιμετωπίζεται ως “τοτέμ”».

Στο ερώτημα, πώς ερμηνεύει την εμμονή των πιστωτών στο θέμα του πρωτογενούς πλεονάσματος, ο κ. Ραγκό, εκτιμά ότι από τη μια πλευρά οφείλεται στη διάσταση απόψεων εσωτερικά της Γερμανίας, ανάμεσα σε Μέρκελ, Σόιμπλε και Σουλτς και από την άλλη στη Γαλλία που έχει χάσει σήμερα τη «διπλωματική της ισχύ».

«Δυστυχώς η Ελλάδα είναι κατά κάποιο τρόπο, σήμερα, όμηρος της πολιτικής εκλογικής ατζέντας στην Ευρώπη. Και δυστυχώς η Γαλλία δεν έχει σήμερα τα μέσα για να παίξει τον ρόλο της και να υπερασπισθεί το γενικότερο ευρωπαϊκό συμφέρον. Το σημερινό πολιτικό αδιέξοδο προφανώς θα εξελιχθεί μετά τις γαλλικές εκλογές και εφόσον η νέα κυβέρνηση αποκτήσει μια νομιμοποίηση αρκετά ισχυρή, για να μπορέσει να συζητήσει με τη Γερμανία», επισήμανε μιλώντας στο Πρακτορείο.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο του OFCE, οι τοποθετήσεις για το ελληνικό ζήτημα, των σημαντικότερων Γάλλων υποψηφίων, διαφέρουν εξαιρετικά:

Ο Μπενουά Αμόν «έχει έναν ισχυρό πολιτικό άξονα για την ανασύνταξη του ευρωπαϊκού οικοδομήματος. Θεωρεί ότι θα πρέπει να υπάρξει σοβαρή αναδιάρθρωση στο ελληνικό χρέος, ώστε να δοθεί η δυνατότητα για μια πραγματική ανάπτυξη. Ο Αμόν όμως δεν έχει πολλές ελπίδες να εκλεγεί».

Ο Φρανσουά Φιγιόν «θα είναι λιγότερο θερμός στο να βοηθήσει για μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους και θα είναι πιο κοντά στο γερμανικό κέντρο βάρους».

Για τον Εμμανουέλ Μακρόν «υπάρχει ακόμα μια αβεβαιότητα, θα είναι σίγουρα ανάμεσα στους δύο». Δηλώνει ωστόσο ότι έχει «μια εμπιστοσύνη στον Εμμανουέλ Μακρόν και στους συνεργάτες του, για να βαρύνουν, με έναν οικονομικό λόγο, στον διπλωματικό τομέα, ώστε να υπάρξει βραχυπρόθεσμα, μια γρήγορη αντιμετώπιση του ελληνικού ζητήματος».

Η ΕΚΤ καλώς κρατεί

Σχετικά με την άρνηση της ΕΚΤ να εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά και τις επιθέσεις που δέχεται για την πολιτική της, ιδίως από τη Γερμανία, ο Ξαβιέ Ραγκό εξήγησε: «Είμαι προσωπικά ένας ισχυρός υποστηρικτής της δράσης της ΕΚΤ, που την θεωρώ ως έναν από τους λίγους θεσμούς με πραγματικά ευρωπαϊκό χαρακτήρα και που ενεργεί για το γενικό συμφέρον στην Ευρώπη. Επί Μάριο Ντράγκι, η ΕΚΤ ασκεί ουσιαστικά μια πολιτική ποσοτικής χαλάρωσης (quantitative easing) με μαζική εξαγορά χρεών, πράγμα που επέτρεψε τη σωτηρία της Ευρώπης, και αυτό θα πρέπει να το λέμε.

Η ΕΚΤ, υφίσταται σήμερα επιθέσεις από τη Δεξιά στη Γερμανία και από την Αριστερά στη Γαλλία. Στη Γερμανία την κατακρίνουν για τον κίνδυνο που διατρέχει σε περίπτωση χρεοκοπίας, αλλά κυρίως για την πολιτική των χαμηλών επιτοκίων, που ζημιώνουν τις αποταμιεύσεις των Γερμανών. Στη Γαλλία, η Αριστερά τής επιτίθεται λέγοντας ότι βοηθά τις τράπεζες, χωρίς να βοηθούνται τελικά οι πολίτες. Ζητούν μια απευθείας δανειοδότηση των πολιτών, ένα είδος ποσοτικής χαλάρωσης για τους πολίτες.

Θεωρώ ότι υπάρχει μια έλλειψη διαύγειας και στους δύο. Σε ένα περιβάλλον όπου τα κράτη υπερασπίζονται ουσιαστικά τους εθνικούς προϋπολογισμούς, ευτυχώς που η ΕΚΤ άσκησε την πολιτική της».

Σε ό,τι αφορά στους Έλληνες και στην κριτική που ασκούν στην ΕΚΤ για το θέμα της μη ένταξή τους ακόμη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ο πρόεδρος του Παρατηρητηρίου δηλώνει ότι «τους καταλαβαίνει μεν, δεν τον πείθουν όμως».

«Και αυτό, διότι θα πρέπει πρώτα να λυθεί το πρόβλημα του ελληνικού χρέους. Με την εφαρμογή των Συνθηκών, η ΕΚΤ δεν μπορεί να εξαγοράσει τίτλους του δημόσιου ελληνικού χρέους όσο αυτό δεν είναι βιώσιμο. Η επίλυση του προβλήματος δεν ανήκει στην ΕΚΤ αλλά στα κράτη που θα πρέπει να αποδεχτούν μια αποτελεσματική αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους. Εφόσον αυτό επιτευχθεί, η ΕΚΤ θα μπορέσει άμεσα να εξαγοράσει τους ελληνικούς τίτλους. Είναι μια πολιτική επιλογή των ευρωπαϊκών κρατών και δεν θα πρέπει να κρυβόμαστε πίσω από τεχνικά μέτρα», τόνισε και προσέθεσε :

«Το λέω με δύναμη, ότι όσο οι Γερμανοί ιθύνοντες συνεχίζουν να βάζουν στο τραπέζι το θέμα του Grexit, δεν θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε. Οι Έλληνες έχουν επανειλημμένα δηλώσει ότι θέλουν να παραμείνουν στο ευρώ. Ας μην απειλούμε με τη δυνατότητα εξόδου τους από την ευρωζώνη, προκειμένου να πετύχουμε υποχωρήσεις από μέρους τους. Υπάρχουν μονίμως φήμες, που όλοι ξέρουμε από πού προέρχονται, και αυτές καταστρέφουν την ευρωπαϊκή ιδέα και εμποδίζουν τη λύση».

Ερωτηθείς δε αν υπονοεί τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ως πηγή για τις φήμες περί Grexit, ανέφερε: «Θα ήμουν ο τελευταίος που θα μπορούσε να ισχυρισθεί ότι κατανοεί την οικονομική σκέψη του κ. Σόιμπλε». Υπάρχουν πολλοί οικονομολόγοι, όπως ο κ. Σόιμπλε ή οι σύμβουλοί του, που πιστεύουν ότι η έξοδος της Ελλάδας από την ευρωζώνη θα ήταν καλύτερα για την ίδια την Ελλάδα». Και συνέχισε υπογραμμίζοντας: «Θεωρώ ότι η ιδέα αυτή αποτελεί πλάνη».

Υπουργός Εργασίας και όχι Οικονομικών στην Ευρωζώνη

Με στόχο την αναζήτηση των πραγματικών αιτίων της σημερινής παράλυσης και κρίσης της ΕΕ, ο Ξ. Ραγκό υποστηρίζει ότι το παθογόνο στοιχείο βρίσκεται «στις αποκλίσεις» των αγορών εργασίας των κρατών-μελών και γι’αυτό είναι προτιμότερο κατά την άποψή του να αποκτήσει η ευρωζώνη έναν υπουργό Εργασίας αντί για έναν υπουργό Οικονομικών.

«Η εκτίμησή μου είναι ότι έχουμε σε μεγάλο βαθμό υποτιμήσει την ανάγκη της δημόσιας παρέμβασης για την εξασφάλιση της σύγκλισης των αγορών εργασίας. Τούτο πηγάζει τόσο από τη μελέτη της αμερικανικής κρίσης, όσο και από την ευρωπαϊκή κρίση», σημειώνει ο πρόεδρος του OFCE και εξηγεί:

«Η Ευρώπη βασίστηκε στην ιδέα ότι στην ενιαία αγορά η εντατικοποίηση της ανταγωνιστικότητας στα αγαθά και στις υπηρεσίες θα αρκούσε για την επίτευξη της σύγκλισης. Δεν συνέβη όμως κάτι τέτοιο. Υπήρξε σύγκλιση σε ορισμένους μόνο τομείς, τους πιο ανταγωνιστικούς, στο μεγαλύτερο όμως μέρος της οικονομίας, οι αποκλίσεις ήταν τεράστιες, όπως στο θέμα των ακινήτων στην Ισπανία, ή στο κόστος των κατασκευών στη Γαλλία που διπλασιάσθηκε, ενώ παρέμεινε σταθερό στη Γερμανία δημιουργώντας τεράστιες διαφορές.

Είδαμε επίσης αποκλίσεις και στο ανά μονάδα κόστος της εργασίας. Η κρίση της ευρωζώνης είναι τελικά πρόβλημα εγγενές και οφείλεται πάνω απ’ όλα στις αποκλίσεις της αγοράς εργασίας. Οι μισθολογικές διαπραγματεύσεις, ο συνδικαλισμός, οι κλαδικές συμφωνίες είναι εντελώς διαφορετικές από κράτος σε κράτος, και επομένως οι μισθοί διαφέρουν, όπως συνέβαινε και πριν την ύπαρξη της ευρωζώνης».

Συνεχίζοντας ο Ξαβιέ Ραγκό τονίζει ότι θα πρέπει να υπάρξει σύγκλιση των μισθών.

«Θα πρέπει, για παράδειγμα, να αυξηθεί το κόστος εργασίας στη Γερμανία κατά ένα 15-20 %, σε σχέση με αυτό της Γαλλίας. (…) Δεν βοηθάει σε τίποτα, το να μειώνει η Ελλάδα τους μισθούς και να κάνει μειώσεις και η Γερμανία, η οποία έχει από τις εξαγωγές της ένα τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα, μεγαλύτερο και από αυτό της Κίνας, και παρά την οικονομική της δύναμη στην ευρωζώνη, δεν κάνει επενδύσεις ή κρατά χαμηλά τους μισθούς.

Εάν έχουμε σύγχρονη μείωση όλων των μισθών, όπως το ζητάει η Κομισιόν, δημιουργούμε αποπληθωρισμό και συνολική μείωση της ανάπτυξης, πράγμα που ήδη το είδαμε στην Ευρώπη».

«Όταν λέμε λοιπόν έναν υπουργό Εργασίας για την ευρωζώνη, είναι για να μελετήσει με έναν συνεπή τρόπο τις συστάσεις ανά χώρα, για τις αλλαγές στον κατώτατο μισθό, για τις κλαδικές συμφωνίες, για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων. Όλα αυτά βοηθούν για μια συνέπεια και μια εξέλιξη.

Θα πρέπει να βρούμε έναν τρόπο σύγκλισης, χωρίς την καταστροφή των μηχανισμών εθνικής αλληλεγγύης ή των κρατών πρόνοιας, που βασίζονται στην αγορά εργασίας και στις εισφορές», υπογραμμίζει καταλήγοντας ο πρόεδρος του OFCE, Ξαβιέ Ραγκό και τονίζει:

«Αυτό που αντιμετωπίσαμε κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης είναι ότι χρησιμοποιήθηκε ως βασικός ρυθμιστικός παράγοντας η αγορά εργασίας, και επικεντρώθηκε η όλη προσπάθεια στη μείωση του κόστους εργασίας, πράγμα που ήταν ανοησία».


Πηγή