Σάββατο , 20 Απρίλιος 2024

Μια απόπειρα εξορκισμού του επώδυνου παρελθόντος της Τυνησίας

Μέχρι αργά το βράδυ της Παρασκευής, αρκετοί τηλεοπτικοί σταθμοί της Τυνησίας μετέδωσαν ζωντανά τις καταθέσεις θυμάτων βασανιστηρίων και κακοποιήσεων του απολυταρχικού καθεστώτος του Ζιν Ελ Αμπιντίν Μπεν Άλι, στην δεύτερη μέρα των «ιστορικών» δημόσιων καταθέσεων, που γίνονται σε μια απόπειρα εξορκισμού του επώδυνου παρελθόντος της χώρας.

Την Πέμπτη, ήταν η πρώτη ευκαιρία για τους πολίτες της χώρας να παρακολουθήσουν τα ευρήματα των εργασιών της Επιτροπής για την Αλήθεια και την Αξιοπρέπεια που στοχεύει να ενισχύσει την δημοκρατία, έπειτα από την επανάσταση του 2011.

Η επιτροπή διεξάγει έρευνες για μια σειρά εγκλημάτων και περιπτώσεις κακοποιήσεων που συνέβησαν από το 1955, χρονιά που η Τυνησία κέρδισε την ανεξαρτησία της από την Γαλλία. Κατά την διάρκεια των εργασιών της τα τελευταία τρία χρόνια, η επιτροπή έχει δεχτεί τουλάχιστον 62.000 αιτήματα και έχει συγκεντρώσει καταθέσεις, που έγιναν κεκλεισμένων των θυρών, από περίπου 11.000 ανθρώπους.

Αυτή είναι μια από τις ιστορίες των «ηρώων των περιοχών εξόρυξης», ανέφερε στο μήνυμα της η επιτροπή, κατά τις καταθέσεις της Παρασκευής, αναφερόμενη στην Γκάφσα, μια κεντρική περιοχή της χώρας και μια από τις φτωχότερες, που αποτέλεσε το κέντρο εξέγερσης που καταπνίχθηκε στο αίμα το 2008.

«Πραγματικά δίσταζα πριν αποφασίσω να καταθέσω δημόσια», δήλωσε ο συνδικαλιστής Μπεσίρ Λαντίντι, που είχε συλληφθεί και βασανιστεί από το καθεστώς για την ακτιβιστική του δράση.

Αλλά «είμαι πεπεισμένος ότι αυτή η ιστορία δεν μπορεί να γραφεί από ιστορικούς σε αίθουσες δικαστηρίων. Η ιστορία μας είναι πλαστογραγμένη, γράφτηκε κατ’ αίτησιν», δήλωσε. Η κατάθεση μου πρέπει «να παραμείνει για τα παιδιά μου, για την γενιά μας, τους ερευνητές που επιθυμούν να μάθουν την αλήθεια», πρόσθεσε.

Στην πλειονότητα τους οι καταθέσεις θυμάτων και συγγενών αποκάλυψαν τον τρόπο με τον οποίο η δικτατορία βασιζόταν σε μια «μαφία», σε έναν «ολόκληρο μηχανισμό», που ήταν σχεδιασμένος για να την προστατεύει και να την διαιωνίζει.

«Δεν επρόκειτο απλά για έναν βασανιστή που βασάνιζε. Υπήρχε ένα ολόκληρο σύστημα, στο οποίο συμμετείχαν γιατροί, υπουργοί, επικεφαλής των υπηρεσιών ασφαλείας», δήλωσε ο Ζαμέλ Μπαρακέ, αδερφός του Φαϊζάλ Μπαρακέ, ηγέτη του ισλαμιστικού κόμματος Ενάχντα, που βασανίστηκε έως θανάτου το 1991.

Ανάμεσα στις πρώτες καταθέσεις που έγιναν το βράδυ της Πέμπτης σε μια ιδιαίτερα συναισθηματικά φορτισμένη ατμόσφαιρα ήταν αυτές από τις μητέρες των τριών νεαρών Τυνήσιων που σκοτώθηκαν κατά τις διαδηλώσεις του Ιανουαρίου 2011 καθώς και αυτές θυμάτων αστυνομικής βαρβαρότητας από το πρώην καθεστώς .

Αφορμή για τις εξεγέρσεις του Ιανουαρίου του 2011 ήταν ο θάνατος του πλανόδιου πωλητή Μοχάμεντ Μπουαζίζι ο οποίος αυτοπυρπολήθηκε στις 17 Δεκεμβρίου 2010 στην πόλη Σίντι Μπουζίντ.

«Ο στόχος δεν είναι η εκδίκηση», δήλωσε η επικεφαλής της επιτροπής Σιχέμ Μπενσεντρίνε, πρώην ακτιβίστρια και θύμα η ίδια βασανιστηρίων.

«Χρειάζεται να φέρουμε στο φως αυτές τις καταθέσεις για την ιστορία», τόνισε. «Ο λαός της Τυνησίας είναι ανεκτικός, ανεκτικός όμως για να μάθει την αλήθεια…Η Τυνησία δεν πρόκειται να επιτρέψει ξανά στο μέλλον παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων», συμπλήρωσε η Μπενσεντρίνε.

Περισσότερες δημόσιες καταθέσεις θα πραγματοποιηθούν στις 17 Δεκεμβρίου και στις 14 Ιανουαρίου, ημερομηνίες εορτασμών για το ξέσπασμα των εξεγέρσεων του 2011 και την καταφυγή του Μπεν Αλί στην Σαουδική Αραβία. Στις ακροάσεις του Δεκεμβρίου, αξιωματούχοι που κατηγορούνται για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για διάπραξη βασανιστηρίων ή για διαφθορά, θα προβούν σε δημόσιες απολογίες.

Έπειτα από το τέλος της 23χρονης απολυταρχικής διακυβέρνησης του Μπεν Αλί, η Τυνησία έχει δεχθεί επαίνους για την δημοκρατική της μετάβαση.

Η ανεργία και η φτώχεια ήταν στο επίκεντρο της εξέγερσης που ανέτρεψε το πρώην καθεστώς, αλλά τα ποσοστά ανεργίας παραμένουν υψηλά. Πολλοί είναι οι πολίτες που εκφράζουν απογοήτευση για την έλλειψη οικονομικών ευκαιριών, αλλά και από το γεγονός ότι έχει επιτραπεί σε κάποιους από τους αξιωματούχους του πρώην καθεστώτος να επιστρέψουν στην δημόσια ζωή.


Πηγή