Τρίτη , 30 Απρίλιος 2024

Η διαχρονικότητα της μουσικής του Johann Sebastian Bach

Από τις σουίτες μέχρι την εκκλησιαστική μουσική του, ο Γερμανός συνθέτης έθεσε τις βάσεις για μία μουσική κουλτούρα που κρατά εώς σήμερα. Και ο ίδιος, δεν είδε ποτέ κάτι τέτοιο ως οργανωμένη προσπάθεια. 

Ο Bach γεννήθηκε το 1685 στο Eisenach. Έμελλε να γίνει όχι μόνο ένας από τους κυριότερους εκφραστές του μπαρόκ, αλλά μύησε και τα παιδιά του στη σπουδή και την στιχουργία της μουσικής (κυρίως τους γιους του Carl Philipp Emanuel και Johann Christian).

Η μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν εννέα και ο πατέρας του ένα χρόνο αργότερα, αφήνοντας τον ορφανό Μπαχ υπό την προστασία του αδερφού του. Ο Bach στα 19 του ξεκίνησε να βγάζει τα πρώτα χρήματα από την μουσική. Με τον αδερφό του μετακινόντουσαν ανάμεσα στις πόλεις, με τον ίδιο να δουλεύει -κυρίως- ως μουσικός σε εκκλησιαστικές λειτουργίες. Η Passacaglia και η Fugue σε ντο μινόρε χρονολογείται από τις πρώτες μέρες του ως οργανίστας στο Arnstadt. Θαύμαζε υπερβολικά τον Dietrich Buxtehude, μία από τις μεγαλύτερες επιρροές του, σε σημείο που έλειψε τέσσερις εβδομάδες από τη δουλειά του για να ταξιδέψει μέχρι το Lübeck και να τον ακούσει να παίζει.

 

 

Ο Bach ξεκίνησε να αφήνει σοβαρό έργο πίσω του, την εποχή που βρέθηκε στις υπηρεσίες του πρίγκιπα Λεοπόλδου. Εκεί, ξεκινάει ουσιαστικά το μεγαλείο της ενορχήστρωσης του Bach, όπως την γνωρίζουμε σήμερα. Για τα πρώτα του κονσέρτα άρχισε να αναμειγνύει τα μουσικά όργανα για να γράψει τις έξι σουίτες και σονάτες και παρότι το βιολί απέκτησε καθοριστικό ρόλο, ο ίδιος δεν φαντάστηκε ποτέ αυτά τα κομμάτια να γίνουν χορευτικά. Ήταν στο Cöthen που ο Bach συνέταξε την πρώτη του ολοκληρωμένη συλλογή (The Well-Tempered Clavier), που απαρτιζόταν από πρελούδια και φούγκες. Η πολυπλοκότητα τους στα 24 κύρια και δευτερεύοντα πλήκτρα,  δίνει μια υπόδειξη της ζωής του για την αγάπη, την πληρότητα, την ακρίβεια και τον μαθηματικό συμβολισμό. Όλα τα παραπάνω για τη μουσική.

Ήταν όμως η σχετικά κοσμοπολίτικη πόλη της Λειψίας, που θα του επέτρεπε να εκπληρώσει τις εξαιρετικές του φιλοδοξίες σχετικά με την εκκλησιαστική μουσική. Ως επικεφαλής της μουσικής στην εκκλησία του Αγίου Θωμά, έπρεπε να παρέχει μουσική για τις λειτουργίες κάθε Κυριακή και στις γιορτές του χρόνου. Ο Bach ξεκίνησε να συνθέτει, μόνος του, ένα σώμα νέας μουσικής με περισσότερες από τις σχεδόν 200 σωζόμενες καντάτες του είναι το αποτέλεσμα αυτής της εξαιρετικής περιόδου δημιουργικότητας.

 

 

 Έτσι προέλυψε το Magnificat του, το Wachet Auf και το Jesu Joy, το Χριστουγεννιάτικο Ορατόριο του και τα δύο μεγάλα σκηνικά του ευαγγελίου για τη Μεγάλη Παρασκευή: τα Πάθη του Αγίου Ιωάννη και του Αγίου Ματθαίου. Τα τελευταία που αναφέρθηκαν είναι, στην πραγματικότητα, τραγουδισμένα θεατρικά έργα, αφηγηματικές άριες και εκκλησιαστικοί ύμνοι. Τα παραπάνω μαζί με την Εκκλησιαστική Λειτουργία σε Σι Μινόρε, την οποία ο Bach ολοκλήρωσε μία χρονιά πριν πεθάνει,  έτος πριν από το θάνατό του) αντιπροσωπεύουν αναμφισβήτητα την κορυφή της τέχνης τοy. Πέθανε το 1750.

 

 

Όπως ο Μπετόβεν τον σπούδασε για να γίνει καλύτερος, το ίδιο κάνουν και οι σημερινοί μουσικοί. Είναι σχεδόν σαν ο ίδιος ο Bach να έφτιαξε και να κωδικοποίησε αυτούς τους κανόνες, αν δεν ήταν για το πόσο συχνά τους παραβιάζει στη μουσική του και με τι υπέροχο αποτέλεσμα (ειδικά όσον αφορά την τέχνη της αντίστιξης και τους κανόνες της αρμονίας). Ανεξαρτήτως των μουσικών επιλογών, η μουσική του Bach έμεινε ατόφια και καθάρια. Πρόκειται για μουσική που είναι ικανή για ατελείωτη ανανέωση και την ίδια στιγμή να φέρει ψυχική ανάταση.

 

 

Ελπίζουμε, αν υπάρχει εξωγήινη ζωή εκεί έξω, να έχουν ήδη μαγευτεί με τα κομμάτια που έχουμε στείλει μαζί με το Voyager.


Πηγή